Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

3o Μέρος

"Υπήρξαν"

Άλλη μια μέρα δείχνει σαν να της τελειώνει το φως, βραδιάζει.
Κολλάω και κοιτάζω τα φώτα των αυτοκινήτων, τα φώτα απ’ τις λάμπες του δρόμου που ανάβουν, τα πηχτά φωτισμένα χρώματα των μαγαζιών που είναι απέναντί μου, το βλέμμα μου έχει γίνει ένα έντομο που πετάει από λάμψη σε λάμψη.
Στο τέλος της κάθε μου μέρας δεν θέλω άλλο να βλέπω αυτούς που περνούν από μπροστά μου, είναι κάπως σαν να έχω φάει τόσο απ’ αυτό το πιάτο που, με μερικές παραπάνω ματιές, κάτι θα πάθω.
Είμαι χορτάτος τα βράδια.
Έχω δει γέλια, χαμόγελα, κλάματα, φωνές, φόβους, θυμούς, αγωνίες κι ερωτήσεις, που οι μισές απ’ αυτές έμειναν μετέωρες, χωρίς την απάντησή τους.
Είδα ζήλιες, παράπονα, εξηγήσεις. Είδα ανθρώπους που μου θύμισαν κάποιους που γνώριζα άλλοτε, βρέθηκα δίπλα σε αναλογίες, συντονισμούς και παρεξηγήσεις.
Βρέθηκα πάνω σε στιγμές αποχωρισμού, αγκαλιές ανάμεσα σε κάποιους που θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί αλλά δεν γινόταν, ματιές που προσπαθούσαν να κρατήσουν εικόνες, μάτια και δάκρυα και «γεια, θα τα πούμε με κάποιο τρόπο»…

Είδα τους άλλους γι’ άλλη μια μέρα και θα τους δω ξανά αύριο και θα τους βλέπω κάθε μέρα μέχρι να ‘ρθει το βράδυ για να ξαπλώσει η ματιά μου κάτω απ’ τον ήλιο της κάθε λάμπας και να ησυχάσει.

Έχοντας γεμάτο το μυαλό μου με εικόνες, ήχους, αισθήματα, χρώματα και μυρωδιές, τα βράδια σφραγίζω την εξώπορτά μου, βολεύομαι στον καναπέ του σώματός μου και κοιτάζω τις αμέτρητες φωτογραφίες.

Αλλιώς δε με παίρνει ο ύπνος, πρέπει πρώτα να με δω ξανά, να θυμηθώ κάθε βράδυ κάποιες στιγμές, άλλες, διαφορετικές απ΄ αυτές της προηγούμενης φοράς.
Με βλέπω με γέλια και όνειρα και επιθυμίες.
Σε κάθε φωτογραφία μπορώ να διακρίνω στο βλέμμα μου μια υπερχείλιση από «θέλω».
Από «όχι» και «ναι».
Σκέφτομαι ότι στην πραγματικότητα κανείς ποτέ δεν μου στέρησε την ελευθερία μιας αποδοχής ή μιας άρνησης, μεγάλης, σημαντικής ή τεράστιας.
Μικρής, ελάχιστης, υπαρκτής.
Δεν το έκανε γιατί δεν θα μπορούσε.
Είμαι ο μόνος που μπόρεσε να το κάνει, ο μόνος που δημιούργησε κάθε γέλιο και κάθε θλίψη, κάθε συμβιβασμό, κάθε ελευθερία, κάθε αδικία σε βάρος ανθρώπων που αγαπούσα, κάθε αγκάλιασμα και κάθε φιλί μαζί τους.

Είμαστε ο καθένας μόνος του σε μια ζωή – σουπερμάρκετ και διαλέγουμε ή πετάμε πράγματα στο καρότσι ή επιστρέφουμε στο ράφι κάτι που δεν το θέλαμε γιατί δεν μας κάνει.
Όλα θέλουν να τα επιλέξουμε, όλα είναι εκεί για όλους.
Σ΄ αυτό το σούπερμάρκετ, τον μισό του χώρο πιάνουν διάδρομοι με προϊόντα - δικαιολογίες.
Είναι τα αγαθά που εμείς απαιτήσαμε να υπάρχουν, πολλά για να είναι φτηνά.
Είναι η αγορά της ψυχολογικής και ηθικής αφθονίας σε όλο της το μεγαλείο.
Μόνο που η έτοιμη ηθική, σε κονσέρβα με συντηρητικά, είναι ένας μέσος όρος ηθικής για όλους, είναι σαν να πας σε μαγαζί με ρούχα όπου δεν υπάρχουν νούμερα και μεγέθη και σχέδια, βλέπεις πάρα πολλές πράσινες κοντομάνικες μπλούζες και κόκκινες και μπλε, one size όμως…

Είμαστε οι κυρίαρχοι πομποί και οι κυρίαρχοι δέκτες κάθε σκέψης, κάθε συναισθήματος και κάθε πράξης μας, κάθε στιγμή.
Ποιος άλλος θα μπορούσε να ήταν άλλωστε… και για ποιο λόγο;

Νιώθω γεμάτος και άδειος την ίδια στιγμή.
Αν έλεγα σε κάποιον ότι είμαι γεμάτος και σε άλλον ότι είμαι άδειος θα έλεγα ψέματα και στους δυο ή θα τους έλεγα την αλήθεια.
Δεν ξέρω πώς συνέβη αυτό. Δεν ξέρω πότε, δεν ξέρω αν είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει καν.

Κάποτε, υπήρξα μορφωμένος, έτσι όπως εννοούν οι άλλοι τον μορφωμένο.
Με σπουδές, με δουλειά στο πανεπιστήμιο, με φοιτητές στο μεταπτυχιακό της ψυχολογίας.
Δεν είχα φανταστεί τον εαυτό μου σε γάμο, μέχρι που έγινε.
Δεν με είχα φανταστεί με παιδιά, μέχρι που έκανα.
Δεν με είχα φανταστεί μόνο, μέχρι που έμεινα.
Έμεινα μόνος μ΄ αυτόν τον τρόπο που ακούω περαστικούς να λένε «ολομόναχος», ενώ δεν είναι, γιατί αυτό το λένε σε κάποιον που βρίσκεται δίπλα τους.
Δεν μ΄ άφησαν μόνο.
Στην περίπτωσή μου θα έλεγα, ακριβώς αυτό: «έμεινα» μόνος, εντελώς.
Ζω συντονισμένος στο να βρω να φάω, να πιω, να κάνω κακάκια, να κοιμηθώ και να σκεφτώ.

Κάποιες φορές σταματά το μάτι μου σε κάποιαν… Σπάνια όμως, δεν είναι πολλές τώρα πια οι παρουσίες που θα αρπάξουν το θαυμασμό μου.
Άλλοτε ήταν πολύ περισσότερες. ΄
Τώρα το σεξ δεν υπάρχει, είναι μέσα μου ξεχασμένο εδώ και χρόνια.
Τώρα είναι άλλα αυτά που θα τραβήξουν την προσοχή μου, που έχουν κάποια σχέση μ΄ αυτό που κάποτε λέγαμε και έλεγαν πάθος και πόθος, αλλά όχι σχέση άμεση, ούτε φανερή.
Τώρα μπορώ να θαυμάσω το πάθος που βγάζουν κάποιες στη ματιά, στο περπάτημα, στο άγγιγμα, τότε που ακουμπάνε τα δάχτυλά μου, σ΄ αυτήν την ελάχιστη χρονικά επαφή που αφήνει καμιά φορά κάποια να υπάρξει, τότε που μου δίνει κάτι, οτιδήποτε, μια σοκολάτα, ένα χαρτονόμισμα, ένα ρούχο ή μια κουβέρτα.

Η γυναίκα!

Δεν μου λείπει σαν κάτι που θα ήθελα αλλά δεν έχω, μου λείπει σαν κομμάτι μου, που χάθηκε γιατί έπρεπε να χαθεί, από τότε που άρχισα να είμαι εκτός.
Κι αυτό το «κάτι», έγινε σιγά - σιγά μια μνήμη μακρινή, κάτι σαν σκέψη ηλικιωμένου που δεν μπορεί πάντα να επανέλθει με πολλές λεπτομέρειες.
Ήταν όμως ωραίο το σεξ, αυτό το θυμάμαι. Και φοβόμουν όσο ήμουν νέος, όσους το είχαν στερηθεί.
Είχαν στερηθεί το σεξ που θα ήθελαν, αυτό που θα μπορούσαν να έχουν, κι αν το είχαν, η «ποσότητα» θα ρυθμιζόταν, από μόνη της. Δεν το είχαν, γιατί απλώς δεν έκαναν τίποτα γι’ αυτό, είχαν άλλες προτεραιότητες, μακριά από πόθους και συναισθήματα…
Βλέπεις και στο δρόμο τέτοιες παρουσίες, κάποιες από τις γυναίκες αυτές είναι όμορφες και μερικές από τις «κάποιες» θα μπορούσαν σε άλλες συνθήκες να μου άρεσαν.
Άχτι το ΄χω μια να γυρίσει κάποτε και να με κοιτάξει.
Για αυτές τις υπάρξεις, είμαι η ανύπαρκτη παρουσία του Δρόμου. To φάντασμα μιας Πόλης.

Ξημέρωμα, αρχές καλοκαιριού, δεν ξέρω μέρα, ώρα.. Είναι όμως 2018, αυτό το θυμάμαι, κι είναι Ιούνης, στις αρχές.
Κοιμάμαι από χθες που βράδιαζε, σ΄ ένα παγκάκι στο κήπο.
Ωραίος κήπος… στα 18 μου ερχόμουν εδώ και διάβαζα για τις εξετάσεις. Έτρεχαν νερά, μάζευαν τα σκουπίδια, έκλεινε τα βράδια.
Στις εξετάσεις δεν πέρασα, γιατί στην έκθεση χάθηκα στο «θέμα». Αποφάσισα να πάω αλλού.
Εδώ είχα έρθει και λίγο πριν φύγω για σπουδές.
Είχα μαζί μου και ένα μάτσο χαρτονομίσματα απ΄ το συνάλλαγμα που μόλις είχα πάρει, θα ήταν τα πρώτα μου έξοδα κι ήμουν τόσο χαρούμενος, που τα έβγαλα και τα έδειξα σε κάποιον.

«πρόσεχέ τα χρήματά σου. Θα μπορούσα να στα βουτήξω και να εξαφανιστώ. Κι εσύ χωρίς αυτά θα έμενες εδώ».

Μου ευχήθηκε καλό ταξίδι κι έφυγε. Ατμός… Κάτι μου είπε ότι πρέπει να είμαι κάποτε λίγο παραπάνω απ’ το συναίσθημα.
Αστείο, αλλά νομίζω ότι τώρα είμαι, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς εννοούσε όταν το είπε.
Εδώ και καιρό… πιο πάνω απ’ το συναίσθημα!

Έχω συναισθήματα, δυνατά, θα ‘θελα μερικές φορές να γελούσα δυνατά ή να έκλαιγα δυνατά, κάτι μέσα μου όμως είναι… σαν να είναι κάπως πιο πάνω απ’ όλα αυτά.
Σαν να τα προστατεύει. Με κάποιο τρόπο.

Τώρα, τρεις δεκαετίες μετά, είμαστε όλοι εδώ παρέα, μέρα – νύχτα, άστεγοι, σκουπίδια, σύριγγες και πρεζόνια.
Νερά δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν πάπιες, δεν υπάρχει ούτε μια γαμημένη λιμνούλα με ψάρια.
Κάποτε είχε μια.

Ό,τι άλλο γουστάρεις όμως έρχεσαι εδώ για να το βρεις.
Δεν είναι πάρκο πια, είναι κόμβος παρακμής, διεθνής κόμβος, μέσα στον οποίο, εγώ και κάποιοι άλλοι χαίρουμε μιας περίεργης «ασυλίας», χρήσιμης όμως, γιατί ο κόμβος έχει πολλές καβάντζες για βρομόκαιρο ή για τη νεκρική ζέστη που αράζει πια απ΄ τον Απρίλιο μέχρι και τον Οκτώβρη.

Θα κρύψω τα πράγματά μου και θα περπατήσω. Θέλω να ταξιδέψω τη μέρα μου σήμερα, να βγάλω βόλτα την ψυχή μου και τα μάτια μου.
Θέλω να δω και να ακούσω, ξανά, όπως εκατοντάδες άλλες μέρες όλα αυτά τα χρόνια.
Είναι το δώρο μου απ’ αυτήν εδώ, τη δεύτερη ζωή.
Βλέπω το έργο, λες και δεν υπάρχω στην αίθουσα.
Πάει έτσι κι αλλιώς κάποιος καιρός που έχουμε μπει στην εποχή των ανύπαρκτων απ’ το προσκήνιο ανθρώπων: «δεν θέλω να τον δω, άρα δεν υπάρχει».
Δεν υπάρχω πια, όχι για τις γυναίκες μόνο, αλλά για τους περισσότερους απ’ αυτούς που θα δω σήμερα.
Γι΄ αυτούς που θα κοιτάξω και γι΄ αυτούς που θα επιτρέψουν στο μάτι τους να πέσει για μια στιγμή πάνω μου, που ο εγκέφαλός τους, θα στείλει ένα ελάχιστο ηλεκτρικό σήμα, σαν σκέψη που δεν είναι συνειδητή, ένα ίχνος διαπίστωσης: «άστεγος». Το μυαλό βάζει τη λεξούλα απλώς σ’ ένα κουτάκι και συνεχίζει με τα πραγματικά ενδιαφέροντα: ένα ψέμα που πρέπει να ειπωθεί σε κάποιον, τα ψώνια που πρέπει να γίνουν, τα λεφτά που δεν φτάνουν ή να ρίξουμε μια ματιά στο σπίτι, μέσα – έξω, από το τηλέφωνο – «δορυφόρο».

Όσο ήμουν «στον κόσμο», έβλεπα τα «ενδιαφέροντα» μέσα από την πανοπλία μου, μια μάσκα καταδικασμένη να βλέπει μάσκες.
Δεν ξέρω πια πώς θα έβλεπε εμένα κάποιος που θα με κοιτούσε πραγματικά ή για περισσότερο από μια στιγμή.
Ξέρω ότι εγώ κοιτάω τον άλλο χωρίς την αρνητική ή θετική «προσημείωση» που θα μπορούσε άλλος να έχει γι’ αυτόν.
Δεν έχω σχέση πια με κανέναν, δεν έχω λόγο να βλέπω κάπως τους άλλους.
Οι μάσκες, είναι περιττές.


Θυμάμαι παλιά, πριν φύγουμε από την Πόλη, με κοιτούσα στον καθρέφτη.
Πριν πάω στη δουλειά και όταν γυρνούσα, με όλη την πανοπλία του σταυροφόρου: πουκαμισιά, γραβάτα, ψαγμένο παπούτσι και σακάκι.

Μόνο… μόνο που κάποτε η πανοπλία, ίσως απ’ τις μάχες κι ίσως ακόμα πιο πολύ απ’ τη συνήθεια, είχε χάσει τη λάμψη της. Κι έτσι άρχισα να βλέπω εμένα, που άλλαζα μέρα με τη μέρα.

Ήμουν εγώ ξανά, γυμνός και χωρίς την παραμικρή προστασία, από το βλέμμα μου.


Τα κινητά έχουν γίνει από καιρό υπολογιστές της χούφτας και βιντεοτηλέφωνα και φορητές απολήξεις δορυφόρων.
Ένας από τους λόγους που είμαι αόρατος είναι ότι ο κόσμος έχει καρφωμένο το βλέμμα στους δορυφόρους του.

Για κάποιο λόγο είμαι απ’ τους ευνοημένους του Δρόμου, τα ρούχα μου δεν είναι αρχαία, γιατί κάποιοι μου φέρνουν κατά καιρούς.
Ένας απ’ αυτούς μου επιτρέπει να πλένομαι καμιά φορά και στο ξενοδοχείο του, κάπου στο κέντρο.
Δεν είναι «σχέση», δεν ξέρω τίποτα για αυτούς τους ανθρώπους, είναι όμως μια επαφή, που διατηρεί για τους λόγους του ο καθένας μας.
Είμαι ο καλοντυμένος του πάρκου, οι λεχρίτες συγκάτοικοί μου, μου έχουν βγάλει καιρό τώρα το παρατσούκλι “SIR”.
«Καλησπέρα sir!»
Μιλάω σχεδόν με όλους, δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς κι ενώ το “sir” ξεκίνησε αρχικά σαν καλαμπούρι, (κάθε φορά που το έλεγαν μπροστά μου έκαναν και μια ελαφρά υπόκλιση) έγινε με τον καιρό κάτι σαν το συνωμοτικό μου όνομα.
Όταν τώρα το λένε, στ’ αυτιά τα δικά μου και κυρίως στα μάτια μου, έχει μια δόση σεβασμού, η «δόση» απλώς κυμαίνεται κάθε φορά, ανάλογα με τα κέφια.

Καμιά φορά με χαζεύω ολόσωμο μέσα από βιτρίνες του δρόμου.
Δείχνω κουρασμένος στα πενήντα μου, κουρασμένο πρόσωπο, περισσότερο αδύνατος απ’ όσο θα ήθελα άλλωτε.

Είμαι μόνος, χωρίς παιδιά και σύντροφο, τους έχασα, όπως χάνεις κάποιους σε κάθε περίπτωση που δεν γινόταν αλλιώς.

Το μόνο που δεν είχα βαρεθεί ποτέ ήταν τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου.
Μέχρι που κατάλαβα ή νόμιζα ότι με βαρέθηκε εκείνη.
Ακόμα και τώρα δεν ξέρω αν ήταν έτσι, όμως εγώ αυτό πίστευα κι αυτό κόλλησε στο μυαλό μου: «την κούρασα», «κουράστηκε», «τελειώσαμε» κι άρχισα να βυθίζομαι σε θλίψη, χωρίς να το καταλάβω στην αρχή.
Άρχισα να γίνομαι βαρύς, κλειστός. Πάντα μερικές φορές έκλεινα, αλλά τότε άρχισε να γίνεται χειρότερο και όλο και συχνότερα. Με μια λέξη χανόμουν, όλο και πιο πολύ σ’ έναν εαυτό που ήταν στεναχωρημένος, με τον εαυτό του.
Και έφυγα, πεισμένος ότι δεν έχανα κάτι που ήταν ήδη χαμένο.

Τον πρώτο καιρό και μέχρι να αλλάξει η μούρη μου με γένια, μαλλιά και γυαλιά σκούρα που τα φορούσα ακόμα και το βράδυ, κρυβόμουν. Είχε τύχει δυο τρεις φορές να δω κάποιον από μακριά κι έστριβα στην πρώτη γωνία.
Μετά από κάποιους μήνες είχα γίνει αγνώριστος, όχι μόνο γιατί φορούσα μια φυσική περούκα, είχα αλλάξει, φαινόμουν άλλος, φαινόταν πάνω μου και στο πρόσωπό μου η ίδια αλλαγή που υπήρχε και μέσα μου.
Μέσα σε έξι μήνες ο Δρόμος ήταν το σπίτι μου λες κι ήταν πάντα.

Δεν θα έλεγα ότι επρόκειτο για αυτό που λέμε «επιλογή».
Ο Δρόμος ήταν για μένα το αποτέλεσμα όλων όσων είχαν συμβεί μέσα μου.
Ήταν αυτό που βρήκα μετά τη στροφή και το οποίο δεν παράτησα, δεν γύρισα πίσω, δεν πήγα αλλού.
Στο σπίτι δεν έμαθε κανείς το παραμικρό για μένα.
Δεν άφησα σημείωμα, δεν πήρα τηλέφωνο.
Υπήρχε μια πραγματικότητα πίσω που δεν θα άντεχα να την αντιμετωπίσω ούτε καν με μήνυμα στο κινητό.
Δεν μπορώ να ξέρω μετά από τόσα χρόνια τι πιστεύουν πως έπαθα. Αυτό που θυμάμαι όμως είναι ότι τότε που κατάλαβα πόσο αγνώριστος είχα γίνει, πέντε ή έξι μήνες αφού έφυγα, κατάλαβα επίσης ότι δεν μου έλειπε πια κανένας απ’ τους τρεις. Ήμουν άλλος, έτσι έδειχνα, αυτό ήθελα, αυτό αισθανόμουν, σαν άλλο με αντιμετώπιζαν και οι άλλοι του Δρόμου.
Κι αυτός ο άνθρωπος που ήμουν πια, δεν είχε ποτέ του κανέναν...

Πάντα το πρώτο απ’ τα ντόμινο έχει όλες τις δυνατότητες να παρασύρει τα επόμενα, όσα κι αν είναι, αρκεί να βρεθούν καλά βαλμένα… η «Τύχη», κατά κάποιο τρόπο ή η «Ατυχία».

Ήμουν η μεταλλαγμένη ψυχή και παρουσία ενός κόσμου, που ήταν κι αυτός αλλιώς, σαν να τον έβλεπες από αλλού, σαν να τον ζούσες πια για άλλους λόγους.

Κάποια φορά έτυχε να μου μιλήσει ένας παλιός γνωστός.
Δεν με είχε γνωρίσει, κάτι όμως τον τράβηξε στο να μου πιάσει την κουβέντα.
Είχα κρυώσει, ακόμα και η φωνή μου ήταν άλλη.
Ήταν όμως κι εκείνος ένας άλλος άνθρωπος απ’ αυτόν που είχα συνηθίσει να είναι, ένας διαφορετικός πομπός, που είχε μπροστά του έναν διαφορετικό δέκτη.
Ήταν πιο υπεροπτικός απ’ όσο τον ήξερα ή εγώ λόγω θέσης, κατάστασης, μπορούσα τώρα να το αντιληφθώ.
Είχε μια νότα νουθεσίας η φωνή του, παρ’ όλο που ήθελε να μάθει από μένα, πώς, γιατί, πότε.
Ήταν με τη γυναίκα του μαζί, που αρχικά είχε μείνει να τον κοιτά, γιατί μάλλον κι εκείνη δεν τον ήξερε μ’ αυτό το ύφος.
Όμως σε δεύτερη φάση άφησε το βλέμμα της πάνω μου, στην αρχή τυχαία, μετά από περιέργεια, μετά από έκπληξη γιατί νομίζω ήταν ο μόνος άνθρωπος όλα αυτά τα χρόνια που με αναγνώρισε και με λυπήθηκε μάλλον, κάτι που μ’ έκανε κι εμένα λυπημένο, πολύ, όλο το υπόλοιπο βράδυ.

Υπάρχουν κάποιοι τελικά, υπήρχαν πάντα και υπάρχουν ακόμα και τώρα ή πιθανόν ιδίως τώρα, που έχουν μερικούς δικούς τους κώδικες ηθικής κι έχουν αναγκαστεί να μάθουν πώς να κρατάνε μυστικά, δικά τους και άλλων…

Νομίζω είμαι σε θέση πια να τους αναγνωρίζω, από τον τρόπο που συνήθισαν να χάνονται μες το πλήθος, απ’ την βιαστική ματιά που ρίχνουν στους άλλους, αρκετή όμως για να τραβήξουν τις πληροφορίες που θέλουν κάθε φορά.
Είναι ένας μικρός κόσμος μέσα στο χάος, ένας κόσμος που νομίζω θα έπρεπε να μου ανήκει ή να ανήκω εγώ σ’ αυτόν.
Είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο κι εγώ περιφέρομαι, μυστικά, αόρατα, χωρίς να ζητάω και χωρίς να μου ζητάει κανένας το παραμικρό.

Νομίζω πρέπει να συνεχίσω να ζω και με άλλο τρόπο, σε άλλη θέση της σκακιέρας και για άλλο λόγο.

Όμως δεν ξέρω ακόμα πώς.

Τους πρώτους μήνες, τότε που κρυβόμουν για να μη με δει και με αναγνωρίσει κανείς, έπαιζα κρυφτούλι, με όλους.
Στα ελάχιστα πράγματά μου, είχα φροντίσει να έχω χαρτιά και μερικά στυλό, για να γράφω.
Έπρεπε να συμβεί ξανά, έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρω κάτι από μένα.
Κάτι που δεν ήξερα τι ήταν ούτε αν υπήρχε πραγματικά.
Ή μάλλον όχι, ήξερα ότι κάτι ζούσε μέσα μου, αλλά αγνοούσα τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσα να το κάνω να γεννηθεί.
Το γράψιμο ήταν το μόνο που ήταν τώρα δυνατό και από πρακτική άποψη, δεδομένων των συνθηκών.
Ίσως κάτι άλλο να μου πήγαινε σ’ αυτή τη φάση περισσότερο, η ζωγραφική ας πούμε, όμως δεν ήξερα να ζωγραφίζω.
Όποτε γινόταν και κάθε φορά που δεν με έβλεπε κανείς έγραφα, αρχικά ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό.
Αργότερα άρχισε να παίρνει μορφή όλο αυτό.

Έγραφα για πέντε ή έξι μήνες και για όσο μπορούσα κάθε μέρα. Δύο λεπτά, τρία, πέντε, κι άλλα πέντε ή έξι κι άλλο ένα.

Διάβαζα επίσης, ξανά και ξανά, σαν να έπρεπε κάτι να βρω, ένα άλλο κείμενο που είχα πάρει μαζί μου.
Την αναφορά στο «κρυφό σημείο του κύκλου».
Το «κρυφό σημείο» αρχικά ήταν ένα μυθιστόρημα, ακόμη παλιότερο, εποχής Αθήνας, είχε τελειώσει λίγους μήνες πριν φύγουμε από τη μεγάλη Πόλη.
Μιλούσα σ’ αυτό για μια ιδέα που είχα παλιότερα σχετικά με την «εξέλιξη» και την «αλλαγή».
Κάπου στον «κύκλο» της ζωής μας θα υπήρχε ένα σημείο χάρις στο οποίο θα μπορούσαμε να πάμε «αλλού».
Κάπως έτσι φανταζόμουν τον «ανήσυχο κύκλο» να μεταμορφώνεται σε σπείρα.

Στην «αναφορά», που είχα τελειώσει μερικούς μήνες πριν γίνω ατμός, έγραφα και για την εποχή λίγο πριν τη γέννηση των παιδιών μας, στην πρώτη μας έφοδο εκτός των τειχών της Πόλης, στο πρώτο επαρχιακό μέρος στο οποίο βρεθήκαμε, νότια, λίγο αφού άφησα τη δουλειά μου.
Πόσα θα μπορούσαν να είχαν γίνει αλλιώς τότε…
Και πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα που θα είχαν ακολουθήσει.

Κρίμα, μονάχα γιατί, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, ακόμα και τώρα, μερικές στιγμές, τους σκέφτομαι… και τους τρεις.
Υπήρξαν!
Δεν στάθηκε ποτέ δυνατό να πω ένα τόσο μεγάλο ψέμα στον εαυτό μου. Παρ’ όλο που αυτά που ένιωθα κατάφερνα γενικά να τα κρατώ στην κατάψυξη.
Και όταν συμβαίνει να σκεφτώ αυτό το ψέμα που δεν μπόρεσε να ειπωθεί, εύχομαι, κάθε φορά, για λίγο, για στιγμές, να ήταν ο Δρόμος ψέμα και να βρισκόμουν ξανά μαζί τους, αλλού κι αλλιώς. Με κάποιον τρόπο που δεν ξέρω αν θα μπορούσε να γεννηθεί.
Μετά ξεχνιέμαι, αυτό το καταφέρνω πάντα.
Με μια βεβαιότητα όμως, ότι μπορεί αυτό ακριβώς να είναι το λάθος!

Διαβάζω ακόμα ξανά και ξανά, ό,τι έχω γράψει γενικά, όχι μες τη μέρα μου, αλλά τα βράδια στον ύπνο, όπως τότε μικρός που διάβαζα ή έβρισκα τη λύση σε μια άσκηση, την ώρα που κοιμόμουν κι αυτό ήταν κάτι που γινόταν συχνά και γίνεται πάλι, τα τελευταία δυο χρόνια.
Έχω πάντως, κάθε πρωί που ξυπνάω, την αίσθηση ότι κάτι, κάθε φορά, λείπει κι αν το έβρισκα…
θα ήταν σαν να άλλαζα κάτι άλλο, ένα βήμα που δεν έχει γίνει κι αν το επιχειρούσα ποτέ θα ερχόταν και τα επόμενα, που δεν έχω ιδέα πόσα και ποια είναι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου